Διεθνής ομάδα ερευνητών περιγράφει τις επιδράσεις της δια βίου έκθεσης σε περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου και τις επιπτώσεις τους στον οργανισμό και την υγεία, όπως είναι οι παθοφυσιολογικές αλλαγές στο σώμα, οι χρόνιες ασθένειες και ο θάνατο.

Μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των ετήσιων θανάτων παγκοσμίως προκαλούνται από χρόνιες μη μεταδοτικές ασθένειες, με τα καρδιαγγειακά νοσήματα να αποτελούν την κύρια αιτία. Οι παράγοντες που συμβάλλουν περιλαμβάνουν τη γήρανση του πληθυσμού και τους περιβαλλοντικούς στρεσογόνους παράγοντες όπως η γη, το νερό, ο αέρας και η ηχορύπανση, ο ανθυγιεινός αστικός σχεδιασμός και ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής.

 

Τα δύο τρίτα των μη μεταδοτικών παθήσεων προκαλούνται από περιβαλλοντικούς παράγοντες

 

Οι περιβαλλοντολόγοι εκτιμούν ότι τα δύο τρίτα των χρόνιων μη μεταδοτικών ασθενειών οφείλονται στο άθροισμα όλων των περιβαλλοντικών παραγόντων και ότι το 16 έως 22% των παγκόσμιων θανάτων (9 έως 12,6 εκατομμύρια) προκαλούνται μόνο από τη χημική ρύπανση. Οι επιβλαβείς βιοχημικές και μεταβολικές αλλαγές που συμβαίνουν λόγω πολλαπλών περιβαλλοντικών εκθέσεων μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε δυσμενείς εξελίξεις για την υγεία και πρόωρο θάνατο.

Οι συγγραφείς παρουσιάζουν επιλεγμένες μελέτες για την καρδιαγγειακή υγεία και δείχνουν ότι η έκθεση σε αυτούς τους παράγοντες σχετίζεται με φλεγμονή, δυσμενείς μεταβολικές αλλαγές και απορυθμισμένη μεθυλίωση του DNA (επιγενετικές αλλαγές) και μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης και άλλες επιπτώσεις στην υγεία.

Για παράδειγμα, το πρόγραμμα European Human Exposome Network, που ξεκίνησε το 2020, διερευνά τις περιβαλλοντικές επιρροές στην υγεία των Ευρωπαίων. Περισσότεροι από 22 εκατομμύρια εργαζόμενοι ελέγχονται ως προς τον χώρο εργασίας, με έμφαση στις χημικές τοξίνες, τον θόρυβο και το ψυχοκοινωνικό στρες. Επιπλέον, πάνω από 2 εκατομμύρια ανθρώπους μελετώνται με τη χρήση διαφόρων τεχνικών και μεθόδων για την εύρεση συνδέσεων της έκθεσης σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και της υγείας.

Η έρευνα βασίζεται στη χρήση προσωπικών φορητών αισθητήρων που επιτρέπουν τη συλλογή δεδομένων καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής με υψηλή χωρική και χρονική ανάλυση. Η παρακολούθηση μέσω δορυφόρου συμβάλλει επίσης σε πλήρες ιστορικό έκθεσης.

 

Μια άλλη πρόκληση είναι το πρόβλημα της πολλαπλής έκθεσης σε περιβαλλοντικές τοξικές ουσίες, για τις οποίες υπάρχουν λίγες στατιστικές και μαθηματικές λύσεις.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο onmed.gr οι συγγραφείς της μελέτης, καθηγητές Thomas Münzel και Andreas Daiber από το Κέντρο Καρδιολογίας στο Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο του Μάιντς και το Γερμανικό Κέντρο Καρδιαγγειακής Έρευνας (DZHK) σχολιάζουν: «Μια νέα προσέγγιση στη μελέτη των περιβαλλοντικών επιδράσεων στην υγεία, μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης για τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών και άλλων χρόνιων μη μεταδοτικών ασθενειών».

Οι συγγραφείς τονίζουν επίσης την ανάγκη περαιτέρω έρευνας που θα συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των επιπτώσεων της περιβαλλοντικής έκθεσης σε διαφορετικά συστήματα οργάνων και την ανάπτυξη παθήσεων. Είναι σημαντικό να ποσοτικοποιούνται και να λαμβάνονται υπόψη οι μεμονωμένες εκθέσεις, καθώς η έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως η τοποθεσία, το επάγγελμα και η ατομική συμπεριφορά.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Reviews Cardiology.